απόφοιτος

απόφοιτος
-η, -ο
αυτός που αποπεράτωσε τις σπουδές του σε κάποιο σχολείο ή τις διέκοψε: Ήταν απόφοιτος του λυκείου και λογάριαζε να συνεχίσει τις σπουδές του. Φρ. «απόφοιτος των φυλακών, των κατέργων» κτλ., αυτός που έχει κάνει στη φυλακή, τα κάτεργα κτλ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απόφοιτος — η, ο (Μ ἀπόφοιτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που έχει διακόψει ή έχει συμπληρώσει τη φοίτηση του σε εκπαιδευτικό ίδρυμα 2. (με μειωτική σημασία) «απόφοιτος των φυλακών» μσν. εκείνος που έχει απομακρυνθεί από κάπου …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • διδασκαλιστής — ο 1. αυτός που φοιτά σε διδασκαλείο, που σπουδάζει για να γίνει δάσκαλος 2. ο απόφοιτος διδασκαλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1846 στον Ι. Δραΐκη] …   Dictionary of Greek

  • ουλεμάς — Από το αραβικό αλίμ = σοφός. Μορφωμένος, απόφοιτος ιερατικής σχολής, που έχει το δικαίωμα να διοριστεί ιεροδικαστής. Οι ο. αποτελούσαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία ιδιαίτερο σώμα διδακτόρων του μουσουλμανικού δικαίου και είχαν πολλά προνόμια,… …   Dictionary of Greek

  • ριζαρίτης — ο, Ν μαθητής ή απόφοιτος τής Ριζαρείου Ιερατικής Σχολής τής Αθήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ριζάρ ειος (Σχολή) + επίθημα ίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Δ. Γρ. Καμπούρογλου] …   Dictionary of Greek

  • χαρτιστής — ο, Ν 1. (στην Αγγλία) οπαδός τού χαρτισμού 2. (στην Πορτογαλία) οπαδός τής Χάρτας τού Πέτρου Α 3. (στην Γαλλία) μαθητής ή απόφοιτος τής Εθνικής Χαρτογραφικής Σχολής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτ ισμός* + κατάλ. ιστής*] …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Αθανάσιος — I (Ελληνική Σχολή Ρώμης). Ιδρύθηκε το 1576 από τον πάπα Γρηγόριο ΙΓ’ προς τιμήν του Έλληνα λόγιου I. Λάσκαρη. Είναι γνωστή ως Collegio Greco. Η σχολή παρείχε θεολογική μόρφωση σε ελληνόπουλα σύμφωνα με το δυτικό δόγμα και προετοίμαζε… …   Dictionary of Greek

  • Αντωνιάδης, Ευάγγελος — (Εκκλησοχώρι Ηπείρου 1882 – Άγιος Στέφανος Αττικής 1962).Συγγραφέας, καθηγητής της θεολογικής σχολής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Απόφοιτος της Αββακουμείου Ιερατικής Σχολής Ιωαννίνων και της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, διορίστηκε επόπτης των… …   Dictionary of Greek

  • Αρμπούζοφ, Αλεξέι Νικολάγεβιτς — (Aleksei ΝikolayevichArbuzov, Μόσχα 1908 – 1986).Ρώσος θεατρικός συγγραφέας. Απόφοιτος της θεατρικής σχολής του Λένινγκραντ, ασχολήθηκε με τη συγγραφή έργων που στοχεύουν κυρίως στη διαμόρφωση του πνεύματος της νεολαίας. Με τα κείμενά του… …   Dictionary of Greek

  • Βαλές, Ζιλ — (Gilles Vallès, Παρίσι 1832 – 1885).Γάλλος συγγραφέας και δημοσιογράφος. Δραστήριος και στρατευμένος, προσχώρησε στην Κομουνιστική Διεθνή και έλαβε μέρος στην Κομούνα του Παρισιού. Γλίτωσε τον τουφεκισμό καταφεύγοντας στο Λονδίνο. Το 1879 εξέδωσε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”